- κράνειος
- κράνειος, -εία, -ον (Α)κρανέινος*.[ΕΤΥΜΟΛ. < κρανεία «κρανιά»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Κράνειος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κρανείου — Κράνειος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κρανείων — Κράνειος masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κρανείῳ — Κράνειος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κράνειοι — Κράνειος masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κράνειον — Κράνειος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κρανείωι — Κρανείῳ , Κράνειος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)